Breaking

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ ΕΤΟΣ 2022: ΟΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ;

Share

Ερόλ Ουζέρ*

Καθώς ο κόσμος με δυσκολία ξεπροβάλλει από την πανδημία Covid-19 ,νέες ανησυχίες εμφανίζονται να κυριαρχούν στις παγκόσμιες αγορές. Ακόμη και τώρα, η ταχεία εξάπλωση της μετάλλαξης όμικρον έχει οδηγήσει σε νέα κινητοποίηση και εφαρμογή περιορισμών σε πολλές χώρες και έχει πυροδοτήσει αυξημένες ελλείψεις. Η παγκόσμια πανδημία είναι ακόμα μαζί μας, ακόμη και αν οι χειρότεροι φόβοι για την τελευταία μετάλλαξη δεν επαληθευτούν. Αυτές οι νέες ανησυχίες ποικίλλουν. Κάποιες από αυτές είναι οι κληρονόμοι της πανδημίας και των τρόπων με τους οποίους διαφορετικές οικονομίες έχουν αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση. Αυτή είναι η περίπτωση σχετικά με την -καθόλου αμελητέα- αύξηση του χρέους(και δημόσιου και ιδιωτικού) καθώς επίσης και του πληθωρισμού. Κάποιες από αυτές τις αυξήσεις δε συνδέονται άμεσα με τις συνέπειες της πανδημίας. Έχουν προκληθεί από τις γεωπολιτικές διαμάχες και εντάσεις, οι οποίες βρίσκονταν ήδη αρκετά στο κέντρο της δημοσιότητας πριν την πανδημία, όμως εμφανίζονται τώρα, στο μετά- πανδημίας πλαίσιο, με ανανεωμένη καταλληλότητα. Αυτές οι ανησυχίες δεν σκιαγραφούνται ξεκάθαρα . θα μπορούσαν και πιθανότητα θα αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους.

Μία βραχώδης μετά-Covid-19 οικονομική εκτόξευση

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η φωτεινή λαμπρή κατάσταση των παγκόσμιων οικονομικών αγορών δεν είναι κάτι παραπάνω από μία άμεση επίπτωση της διοίκησης και του χειρισμού των κεντρικών τραπεζών των κινδύνων που σχετίζονται με την πανδημία.

Ακόμη και αν υπάρχουν κάποιες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο η κάθε Κεντρική Τράπεζα ανταποκρίθηκε στην κατάσταση που δημιουργήθηκε από την εξάπλωση του Covid-19 και τις οικονομικές συνέπειες των μη φαρμακευτικών μέτρων τα οποία πάρθηκαν με στόχο τον περιορισμό της πανδημίας (lockdowns) και ταξιδιωτικοί περιορισμοί και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό), το τωρινό πλαίσιο κυριαρχείται από ένα τεράστιο ποσό ρευστότητας το οποίο χορηγήθηκε από τις Κεντρικές Τράπεζες. Ενώ τέτοιες ενέσεις πιθανότατα έσωσαν την παγκόσμια οικονομία το 2020, οι συνέπειες τους είναι εμφανείς τώρα.

Υπάρχει, παρόλα αυτά, μία σημαντική Κεντρική Τράπεζα η οποία δεν υιοθέτησε τη χαλάρωση των γενικών τακτικών και πολιτικών της: η Κινεζική Κεντρική Τράπεζα. Αυτή η διαφορά θα μπορούσε να ήταν σημαντική, καθώς η Κινεζική Κεντρική Τράπεζα τώρα πράττει αντίστροφα με την παγκόσμια τάση λιτότητας.

Οι υπόλοιπες Κεντρικές Τράπεζες βρίσκονται τώρα στο δρόμο προς την αναστροφή των πολιτικών /τακτικών τους. Αυτό είναι γεγονός στον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, και κάτι το οποίο θα συμβεί στο κοντινό μέλλον στις ΗΠΑ, η συνάντηση του FED του επόμενου Μαρτίου θα μπορούσε να ανακοινώσει συνθήκες λιτότητας και αύξηση ποσοστών επιτοκίου. Ίσως να συμβεί και στην Ευρώπη στο- όχι και τόσο μακρινό- μέλλον. Οι οικονομικές αγορές σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν φτάσει τόσο ψηλά όσο ένας χαρταετός με όλες τις προηγούμενες ενέσεις ρευστότητας. Αρκετό ενδιαφέρον έχει να δούμε ότι ο δείκτης μετοχών μειώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης του Covid 19, όμως ο δείκτης μεταβλητότητας των επιτοκίων αυξήθηκε σημαντικά από τον Οκτώβριο του 2021 όταν τα νέα για μελλοντικές διακυμάνσεις άρχισαν να γίνονται γνωστά.

Τα γεωπολιτικά ρίσκα ξαναχτυπούν

Παρόλα αυτά, θα μπορούσαν να είναι περισσότερο έκπληκτοι όταν αντιμετωπίζουν τις γεωπολιτικές εντάσεις τις οποίες είχαν ξεχάσει κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τα μεγαλύτερα ρίσκα των αγορών το 2022,σύμφωνα με περίπου 700 ερωτηθέντες στην παγκόσμια έρευνα Markets Live Global Survey που διεξήχθη από το Bloomberg, ήταν ο πληθωρισμός, η πανδημία, και οι γεωπολιτικές εντάσεις. Περισσότεροι από το 30% των ερωτηθέντων επικαλέστηκαν τον πληθωρισμό ανάμεσα στις μεγαλύτερες ανησυχίες τους. Συχνά συνέδεσαν τα ρίσκα του υψηλότερου πληθωρισμού με τις Κεντρικές Τράπεζες που είτε υστερούσαν έναντι της καμπύλης , ή έγιναν πιο αυστηρές εξαιρετικά γρήγορα. Παραπάνω από το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων ανησυχούσαν για την πανδημία, με τους μισούς από αυτούς να επικεντρώνονται σε μία νέα μετάλλαξη. Οι πιο λεπτομερείς απαντήσεις έκαναν λόγο για τις κυβερνήσεις που επέβαλλαν νέους περιορισμούς ή επικαλέστηκαν τις Κεντρικές Τράπεζες οι οποίες προσάρμοσαν την πολιτική τους αναλόγως.

Περίπου το 23% αναφέρθηκε στις γεωπολιτικές εντάσεις, και το 16% συγκεκριμένα χρησιμοποίησε τους όρους πόλεμος, εισβολή ή διένεξη. Αυτό δείχνει την ευαισθησία της παγκόσμιας αγοράς στα γεωπολιτικά ρίσκα. Τα κυριότερα παραδείγματα που δόθηκαν ανέφεραν τις τεταμένες εντάσεις ανάμεσα στην Κίνα και την Ταιβάν ,και ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, ιδιαίτερα την πιθανότητα εισβολής. Οποιαδήποτε κλιμάκωση σε μία από αυτές τις περιπτώσεις φαινόταν στους ερωτηθέντες ότι θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη διένεξη η οποία θα συμπεριλάμβανε περισσότερες χώρες. Όταν μιλάμε για την Κίνα, οι ερωτηθέντες στην πραγματικότητα είδαν και γεωπολιτικά και εγχώρια ρίσκα. Η μόλυνση η οποία σχετίστηκε με την οικονομική κατάσταση της Κίνας αναφέρθηκε επίσης συχνά, με το ενδεχόμενο βραδύτερης ανάπτυξης και αντίκτυπο στην κατασκευαστική αγορά.

Μπορεί να ειπωθεί σε αυτό το σημείο ότι αυτές οι εντάσεις δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους εμπλέκονται σε δύο μεμονωμένες αντιπαραθέσεις, η μία με την Κίνα για την Βόρεια Θάλασσα της Κίνας και την Ταιβάν και η άλλη με τη Ρωσία για την Ουκρανία. Αυτές οι εντάσεις έχουν εξελιχθεί με το πέρασμα του χρόνου και πάντα θεωρούνταν αρκετά σημαντικές. Η αντιπαράθεση με την Κίνα έχει χάσει λίγο από την έλξη των media , γεγονός που πιθανότατα συνδέθηκε με τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, οι οποίοι πραγματοποιούνται από τις 4 μέχρι τι0ς 20 Φεβρουαρίου. Η προσοχή τότε επικεντρώθηκε στην Ουκρανία ,η οποία ενισχύθηκε από τις Ρωσικές απαιτήσεις σχετικά με τη δική της ασφάλεια.

Οι συνέπειες της αντιπαράθεσης του NATO και της Ρωσίας είναι ήδη αισθητές. Οι τεταμένες εντάσεις ανάμεσα στη Ρωσία, τις ΗΠΑ, και το ΝΑΤΟ για την Ουκρανία προκάλεσαν υψηλές πωλήσεις heavy selling στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές την Τρίτη,18 Ιανουαρίου. Παρά την αύξηση των τιμών οι οποίες έφτασαν πάνω από 88 δολάρια το βαρέλι (Brent Index) ο δείκτης RTS της Ρωσίας έκλεισε την Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 7.3% χαμηλότερα, στις 1,367.5 μονάδες, αφού χτύπησε το χαμηλότερο του επίπεδο από το Δεκέμβριο του 2020 με 1,355.25 μονάδες. Οι ζημίες στο Ρωσικό χρηματιστήριο επεκτάθηκαν στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές[1]ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες .Αρκετά ξεκάθαρα, οποιαδήποτε κίνηση μας οδηγήσει πιο κοντά σε πόλεμο θα μπορούσε να στείλει τις παγκόσμιες αγορές στην κατρακύλα, ότι κινήσεις και να επρόκειτο να κάνει η Κεντρική Τράπεζα. Παρόλα αυτά, είναι επίσης σημαντικό ότι οι επενδυτές είχαν επανασυγκεντρωθεί στους αριθμούς του πληθωρισμού από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία στις 20 Ιανουαρίου. Κάτι τέτοιο αποκαλύπτει ότι η ευαισθησία στα γεωπολιτικά ρίσκα είναι στενά συνδεδεμένη με τα “απλά” οικονομικά: τον πληθωρισμό και την πιστωτική στενότητα.

Γεωπολιτικά ρίσκα, η οικονομική πλευρά

Η πρόβλεψη υποβάθμισης του 2022 που ανακοινώθηκε από το ΔΝΤ στο πρόσφατο World Economic Outlook (10 Ιανουαρίου του 2022) αντανακλά επίσης την υψηλή πιθανότητα σοβαρών αναθεωρήσεων ανάμεσα σε λίγες τεράστιες αναπτυσσόμενες αγορές, οι οποίες ηγούνται της μετά Covid ανάπτυξης. Στην Κίνα, η αναστάτωση στον κατασκευαστικό κλάδο, η οποία προήλθε από οικονομικά προβλήματα σε αρκετές τεράστιες εταιρίες όπως EVERGRANDE ή FANTASIA, λειτούργησε σαν πρελούδιο σε ευρύτερη επιβράδυνση. Με μία αυστηρή στρατηγική zero-COVID ,που οδήγησε σε επαναλαμβανόμενα lockdowns σε πολύ σημαντικές τοποθεσίες logistic , σε περιορισμούς κίνησης και σε χειροτέρευση προοπτικών για εργασία στον κατασκευαστικό κλάδο, η παροχή σε ξένες χώρες και η ιδιωτική κατανάλωση είναι πολύ πιθανό να είναι χαμηλότερες από ότι αναμενόταν. Σε συνδυασμό με τη χαμηλότερη επένδυση στα ακίνητα, αυτό σημαίνει ότι η πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2022 έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω στην τρέχουσα μελέτη του ΔΝΤ World Economic Outlook σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2021 σε ποσοστό 0.8 , στο 4.8%. Κάτι τέτοιο φυσικά έχει αρνητικές συνέπειες για τους εμπορικούς συνεργάτες, και αναμφίβολα πρόκειται να επηρεάσει την τωρινή θέση της Κίνας ως κινητήριας δύναμης της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Όμως η Κίνα δεν είναι μόνη σε αυτήν τη δύσκολη θέση. Η αναμενόμενη ανάπτυξη έχει ήδη εξασθενήσει στη Βραζιλία, όπου η μάχη κατά του πληθωρισμού έχει προκαλέσει μία ισχυρή αντίδραση νομισματικής τακτικής της Κεντρικής Τράπεζας , η οποία θα φανεί στην εγχώρια ζήτηση. Μία παρόμοια δυναμική προετοιμάζεται στο Μεξικό, αν και σε μικρότερη κλίμακα .Η Ρωσία -μέχρι τώρα- έχει διαφύγει των προβλημάτων τα οποία ταλανίζουν άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Η παγκόσμια ανάπτυξη εκτιμώταν στο 5.9% το 2021. Τώρα αναμένεται στο 4.4% το 2022, παρουσιάζοντας 0.5% μείωση συγκρινόμενη με την πρόβλεψη του περασμένου Οκτώβρη. Το βασικό σενάριο ,το οποίο σε αυτό το σημείο δεν επιτρέπει κανενός είδους θερμού επεισοδίου γεωπολιτικής φύσεως, ενσωματώνει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα του πληθωρισμού βασικών αγαθών, της έλλειψης πολλών σημαντικών προϊόντων, των περιορισμών μετακίνησης, του κλείσιμου συνόρων, και του αντίκτυπου στην υγεία λόγω της εξάπλωσης της μετάλλαξης όμικρον. Αυτά ποικίλλουν από χώρα σε χώρα εξαρτώμενα από το πόσο ευάλωτος είναι ο πληθυσμός ,την σφοδρότητα των περιορισμών μετακίνησης, τον αναμενόμενο αντίκτυπο των μολύνσεων στην παροχή, και τη σημασία των κλάδων εντατικών επαφών. Αυτά τα εμπόδια αναμένεται να βαρύνουν την ανάπτυξη weigh το πρώτο τέταρτο του 2022.Κάποιος μπορεί να ελπίζει ότι η αρνητική επίδραση αυτών των διαφορετικών παραγόντων θα εξασθενήσει αρχίζοντας από το δεύτερο τέταρτο .Όμως, αν ακόμη και μόνο μία μέτρια αύξηση στην γεωπολιτική ένταση πρόκειται να οδηγήσει σε νέο κύκλο κυρώσεων και αντικυρώσεων, αυτό θα μπορούσε να κοστίσει τουλάχιστον άλλο 1% σε απώλεια στην παγκόσμια ανάπτυξη και πιθανότατα περισσότερο.

Οι συνέπειες ενός τέτοιου ρίσκου για τις παγκόσμιες αγορές είναι μάλλον διπλάσιες. Πρωτίστως, φυσικά, θα βλέπαμε μία βουτιά των οικονομικών αγορών, με όλες τις ‘κλασικές’ επιπτώσεις όταν οδηγήσει σε σημαντική χρεοκοπία και πτώχευση των τραπεζών. Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό να αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να ανατρέψουν ή να καθυστερήσουν αυτή την στενότητα. Θα ήταν όμως αυτό αρκετό να ηρεμήσει τις αγορές και να αποτρέψει ένα πολύ έντονο αποτέλεσμα στο οικονομικό εισόδημα; Αυτό μένει να αποδειχτεί.

Μπορούμε επίσης, παρόλα αυτά, να περιμένουμε μία κτηνώδη διεθνή βουτιά, προκύπτουσα από το μηχανισμό κυρώσεων / αντικυρώσεων, ο οποίος επιδεινώνει τις ελλείψεις και κάνει τον πληθωρισμό των αγαθών ακόμη πιο επίπονο από ότι είναι τώρα. Οι συνέπειες διανομής και στους παραγωγούς και στους καταναλωτές θα είναι έντονες σε μία τέτοια κατάσταση. Πλησιάζοντας το τέλος της ουράς της κρίσης του Covid -19, η οποία έχει περιγραφτεί από την Carmen Reinhart σαν “το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της παγκοσμιοποίησης”, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει καταδίκη για προηγμένες οικονομίες που εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την παγκοσμιοποίηση όπως της Γερμανίας και των ΗΠΑ.

*Ο Ερόλ Ουζέρ είναι γνωστός επιχειρηματίας και χρηματιστής στην Τουρκία

zougla.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου