Breaking

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Μέγας Αλέξανδρος: Οι επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία

 

Η κρίσιμη περίοδος για την εποποιία του Αλεξάνδρου ήταν αυτή μεταξύ των μαχών Γρανικού και Ισσού, κατά την οποία οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν στη Μ. Ασία. Τότε κρίθηκε ότι η μορφή της εκστρατείας δεν θα ήταν άλλη μια ελληνική τοπική προσβολή στη Μ. Ασία, αλλά ένας αγώνας που θα αποσκοπούσε στην κατάρρευση της περσικής αυτοκρατορίας

Παλαιότερες ελληνικές επιθέσεις περιορίζονταν στα παράλια προσπαθώντας να αποκλείσουν τις περσικές προσβάσεις και να κρατήσουν προστατευμένες τις ελληνικές και εξελληνισμένες πόλεις σε μικρό βάθος.

Η απώτερη στρατηγική ήταν αμυντική. Οποιοδήποτε αποφασιστικό αποτέλεσμα θα επιτυγχανόταν με τον απόηχο των συμβάντων, και όχι με μια κρούση στην καρδιά της Περσίας.

Εκτός του πλήγματος στο γόητρο, η ελληνική επίθεση μπορούσε να προκαλέσει συνεχή αιμορραγία στον Περσικό Στρατό διευκολύνοντας έτσι άλλες φυγόκεντρες τάσεις.

Πιθανότατα δεν υπήρχε –και δεν θα έπρεπε να υπάρχει– η παραμικρή ελπίδα για χρεοκοπία του περσικού κράτους από τα αυξημένα πολεμικά έξοδα, τουλάχιστον σε βάθος δύο γενεών και με το επιχειρησιακό τέμπο (χρονισμό και ρυθμό) τόσο των Αθηναίων τον 5ο όσο και των Λακώνων τον 4ο αιώνα.

Ένα βασικό στοιχείο είναι ότι, ενώ το γόητρο ήταν σημαντικός παράγοντας τρωτότητας τον 5ο αιώνα π.Χ. για την Περσία, αυτό δεν ίσχυε τον 4ο.

Πλέον όλοι την είχαν δει να ταπεινώνεται και να ταλαιπωρείται από σατραπικές εξεγέρσεις, δυναστικές διεκδικήσεις και πραξικοπήματα.

Η αυτοκρατορία είχε μάθει να αντιμετωπίζει τέτοια συμβάντα, όπως και καταστροφικές μάχες, χωρίς απώλεια της συνοχής της.

Αυτό που αποτελούσε επιλογή για τον Αριστείδη και τον Κίμωνα περί το 470-460 π.Χ., και δεν αξιοποιήθηκε εξαιτίας του Θεμιστοκλή και του Περικλή, είχε παύσει να αποτελεί ελπίδα του Αγησίλαου του 396 π.Χ. ή του Φιλίππου το 338 π.Χ. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να χτυπήσει την Περσία στην καρδιά.

Μόλις ο Αλέξανδρος πέρασε στην Ασία, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον όγκο των δυνάμεων της Μ. Ασίας. Οι σατραπικές δυνάμεις και αρκετές βασιλικές ήταν απέναντί του. Ο Δαρείος ο Γ΄ και οι σατράπηδές του είχαν βαρεθεί τις ελληνικές εισβολές.

Ο Αγησίλαος είχε εισβάλει 52 χρόνια νωρίτερα, ο Φίλιππος δύο χρόνια νωρίτερα, και τώρα ήταν η σειρά του Αλέξανδρου.

Αυτές οι εισβολές συνεπάγονταν τεράστιο οικονομικό κόστος, αβάστακτη απώλεια γοήτρου και μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις καθώς τα δυτικά σύνορα ήταν σε αναταραχή, και αυτό ευνοούσε και άλλες φυγόκεντρες τάσεις.

Ως εκ τούτου, αποφάσισαν να λύσουν το πρόβλημα εν τη γενέσει του, διότι 35.000 Έλληνες συνιστούσαν πραγματική απειλή, αν ληφθεί υπόψη ότι οι 10.000 του Παρμενίωνα και του Αττάλου είχαν καταλάβει επί δύο χρόνια τη ΒΔ Μ. Ασία. 

Η μάχη στο Γρανικό ήταν μια τεράστια επιτυχία.  Ιδίως η μακεδονική ιππική επίδοση έδειχνε ότι η τακτική είχε μεταβληθεί άρδην. Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι πολύ νέο.

Βασικά, δεν άλλαζε πολλά πράγματα. Απλά εξουδετέρωνε το περσικό αντίμετρο, τους μισθοφόρους Έλληνες.

Οι Πέρσες γενικά είχαν συνηθίσει επί έναν αιώνα να χάνουν μεγάλες μάχες από τους Έλληνες, αλλά τα στρατηγικά επακόλουθα ήταν περιορισμένα.

Τον 4ο αιώνα νόμισαν ότι βρήκαν το αντίδοτο: το θωρακισμένο ιππικό κρούσης και το ελληνικό μισθοφορικό πεζικό. Οι Μύριοι είχαν αποδείξει ότι το πρώτο δεν τα κατάφερνε τόσο καλά.

Το ίδιο συνέβη στον Πακτωλό όταν το περσικό ιππικό κρούσης αντιμετώπισε τα συνδυασμένα όπλα του Αγησιλάου.

Στο Γρανικό, με τη μαζική στρατολόγηση Ελλήνων μισθοφόρων, οι Πέρσες πίστεψαν ότι είχαν πετύχει τη συνταγή. Είτε από ηλίθια υπερηφάνεια (ήθελαν να αντιμετωπιστεί η μακεδονική απειλή από Πέρσες) είτε ένεκα άλλων τακτικών παραμέτρων , οι Πέρσες ιππείς πάλι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους την απειλή.

Αυτή τη φορά είχαν την πρόνοια να ταχθούν πίσω από ένα υδάτινο εμπόδιο, τον Γρανικό, σε αντίθεση με την πρακτική τους στον Πακτωλό 50 χρόνια νωρίτερα.

Αλλά εδώ αντιμετώπιζαν κι ένα στράτευμα πολύ υψηλότερης επίδοσης και ολοκλήρωσης από αυτό του Αγησιλάου.

Η ιππική ήττα άφησε το πολύτιμο μισθοφορικό πεζικό επίσης μόνο απέναντι στο ολοκληρωμένο μακεδονικό στράτευμα που είχε υιοθετήσει και πολλούς νεωτερισμούς. Η μακεδονική φάλαγγα απαξίωσε και το δεύτερο περσικό αντίμετρο, το μισθοφορικό οπλιτικό πεζικό.

Μπορεί να μην υπήρχαν πλέον επαρκείς περσικές δυνάμεις πεδίου στην Μ. Ασία, αλλά αυτό δεν έλεγε τίποτε. Κάτι παρόμοιο είχε καταφέρει και ο Αγησίλαος. Το θέμα ήταν η απόσπαση μιας τεράστιας περιοχής, πέντε φορές όσο η Ελλάδα (για την ειρήνευση της οποίας ο Φίλιππος Β΄ χρειάστηκε 20 χρόνια) από την Περσία.

Μιας περιοχής αχανούς, με πολλές πόλεις και σχετικά λίγους Έλληνες και άλλους λαούς που να εχθρεύονται του Πέρσες. Και η απόσπαση έπρεπε να γίνει γρήγορα.

Η πορεία του Αλεξάνδρου 18 μήνες μετά το Γρανικό δείχνει ακριβώς τη γύμνια της Μ. Ασίας από στρατεύματα. Όλα είχαν διατεθεί στο Γρανικό, με λίγες εξαιρέσεις. Μία από αυτές ήταν η Κιλικία, που είχε διατηρήσει επαρκή φρουρά. Η δεύτερη αφορούσε στις παραλιακές πόλεις στο Αιγαίο. Πιθανόν αυτό οφειλόταν στον Μέμνονα.

Η Αλικαρνασσός, η Μίλητος αλλά και άλλες (π.χ. Έφεσος) είχαν επαρκείς φρουρές από Πέρσες ιθαγενείς και μισθοφόρους Έλληνες.

Είναι άγνωστο αν αυτά τα ελληνικά τμήματα ήταν μέρος του στόλου ή του στρατού. Αν ανήκαν στο στόλο, πρέπει να είχαν διατεθεί το νωρίτερο την προηγούμενη περίοδο, καθώς ο περσικός στόλος εμφανίστηκε στο Αιγαίο όταν ο Αλέξανδρος ήταν προ της Μιλήτου, και τόσο σε αυτήν όσο και στην Έφεσο πρωτύτερα ο Μέμνων είχε επαρκείς δυνάμεις για φρούρηση, οι οποίες μάλλον δύσκολα θα προέρχονταν από επιβιώσαντες του Γρανικού.

Το πιθανότερο είναι ότι βρίσκονταν εκεί σταθερά εγκατεστημένες, άλλα περσικά στοιχεία από τον Γρανικό –ιδίως ιππικό, που υπέστη μικρές απώλειες και καταδιώχτηκε ελάχιστα– ίσως έσπευδαν στις οικείες περιοχές. Ωσαύτως, είναι πολύ πιθανό να έσπευδαν και πεζικά περσοβαρβαρικά τμήματα από τον Γρανικό, καθώς αυτά δεν ενεπλάκησαν στη μάχη.

Ο Αλέξανδρος είχε δώσει απόλυτη προτεραιότητα στους Έλληνες μισθοφόρους, από τους οποίους ελάχιστοι διέφυγαν, υπό τον Μέμνονα, χωρίς να αιχμαλωτιστούν.

Αντιθέτως, είναι σαφείς οι λόγοι που οδηγήθηκαν αυτές οι δυνάμεις εκεί. Ο Μέμνων (ή, λιγότερο πιθανό, ο Δαρείος ή κάποιοι Πέρσες) φοβούνταν ότι, εκτός από την κίνηση στο Γρανικό, ο Αλέξανδρος είχε άλλες 3 επιλογές: α) Να κατηφορίσει νότια καταλαμβάνοντας τα πάντα όσο ταχύτερα γινόταν, β) να στείλει μέρος ή το σύνολο των δυνάμεών του στις παραλιακές πόλεις με το στόλο του από τον Ελλήσποντο, σε μια συνδυασμένη αμφίβια επιχείρηση και γ) να διαθέτει και άλλο σώμα, αμφίβιο, από τις νότιες πόλεις, που θα χτυπούσε την ιωνική ακτή και τις πόλεις όσο το κύριο σώμα θα καθήλωνε την περσική αντίσταση επί του πεδίου στην ελλησπόντινη Φρυγία.

Και οι τρεις προοπτικές αποσκοπούσαν στο να εξασφαλίσει μια εκτεταμένη βάση και ευρείες επικοινωνίες δια θαλάσσης.

Η γεωστρατηγική πραγματικότητα

Στη Μ. Ασία υπάρχουν δύο περιοχές-κλειδιά: οι Κελαινές και οι Σάρδεις. Περσικές δυνάμεις μπορούσαν να διασχίσουν από τρεις άξονες από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά την περιοχή, ανάλογα με τις απαιτήσεις. Από τον βόρειο δρόμο της Αρμενίας (η προτίμηση Βυζαντινών και Περσών στις συγκρούσεις του 5ου μ.Χ. αι.), η Βασιλική Οδός και η νότια παραλιακή οδός της Κιλικίας. Υπήρχαν και κάθετοι δρόμοι που ενοποιούσαν αυτό το σύστημα.

Αλλά οι Σάρδεις ήταν το τελικό κέντρο συγκέντρωσης και εξόρμησης για χερσαίες δυνάμεις, είτε αυτές έρχονταν από το κεντρικό (Ξέρξης) είτε από το παραλιακό (Μαρδόνιος) δρομολόγιο.

Το νότιο είχε το πλεονέκτημα της εγγύτητας με πιθανή ναυτική εισβολή, που ερχόταν μονίμως (Φαρνάβαζος-Κόνων, αλλά και στις τρεις περιπτώσεις των Μηδικών Πολέμων και στην Ιωνική Επανάσταση) από τη δίοδο των Δωδεκανήσων προς Μίλητο-Αλικαρνασσό.

Οι Σάρδεις, το απομακρυσμένο μεγάλο περσικό φρούριο βάσης δεν κινδύνευσε σοβαρά ούτε από τον Αγησίλαο, ούτε από τους Αθηναίους παλαιότερα. Μόνο στην Ιωνική Επανάσταση είχε δεχθεί επιδρομή, και γι’ αυτό είχε οχυρωθεί.

Ο Ξέρξης μετά τη Σαλαμίνα εγκαταστάθηκε ακριβώς εκεί –όπως παλαιότερα ο πατέρας του μετά τα Σκυθικά– για να σιγουρέψει την άμυνα του κορμού της αυτοκρατορίας.

Το ότι δεν απειλήθηκε επί 100 χρόνια έδειχνε τους επιχειρησιακούς περιορισμούς της ελληνικής σκέψης ή/και μηχανής.

Αμέσως μετά τις Σάρδεις, οι Κελαινές ήταν το κλειδί της Μ. Ασίας, ευρισκόμενη επί της Βασιλικής οδού και επιτρέποντας διείσδυση στο κεντρικό υψίπεδο. Όποιος το κατείχε, έλεγχε την κίνηση και επί των τριών αξόνων.

Ο Ξέρξης αμέσως μετά τη Σαλαμίνα οχύρωσε, κατά τον Αρριανό, τις Κελαινές, διότι περίμενε ελληνική εισβολή προς καταστροφή της αυτοκρατορίας του.

Δεν τον ένοιαζαν οι μικροεπαρχίες στη Δύση, αλλά το κεντρικό υψίπεδο που ξεκλείδωνε τους τρεις δρόμους προς την Περσίδα (ιδίως τη Βασιλική Οδό και το Δρόμο της Πτερίας, στα βόρεια).

Αλλά ουδείς ελληνικός στρατός είχε περάσει επιτυχώς το διττό εμπόδιο των Σάρδεων και της πληθώρας των τειχισμένων πόλεων στην ακτή ώστε να απειλήσει τις Κελαινές. Και δεν υπήρχε κανείς που να πιστεύει ότι αυτό θα άλλαζε τώρα.

Επίσης υπήρχε το θέμα «Κιλικία». Οι περσικές δυνάμεις συχνά περνούσαν από εκεί οδεύοντας προς δυσμάς (Μαρδόνιος, Δάτις). Αλλά, αν και η κατοχή των Κελαινών άλλαζε αυτό το δεδομένο, φράζοντας την είσοδο στη Δύση διά της Βασιλικής Οδού, από την Κιλικία μπορούσε να επιχειρήσει μεγάλος στόλος και να μεταφέρει αμφίβια στο αιγαιακό θέατρο μεγάλες δυνάμεις.

Αυτό συνέβη το 490 π.Χ. με τον Δάτη, κι αυτό ακριβώς ταλαιπώρησε αρκετά τον Αλέξανδρο το 333-332 π.Χ. Το είχε προφανώς αντιληφθεί εξαρχής, και καταλάβαινε ότι η κατάληψη της Κιλικίας αποτελούσε αδήριτη ανάγκη, όπως άλλωστε και όλης της νότιας ακτής της Μ. Ασίας, ή έστω των περιοχών της νότιας ακτής που μπορούσαν να φιλοξενήσουν στόλους.

Η κατάσταση του Αλέξανδρου

Η εντυπωσιακή νίκη του Γρανικού επέτρεψε στον Αλέξανδρο αρχικά την κατάκτηση όλης της ελλησποντινής Φρυγίας, όπου διεξήγοντο επί διετία οι επιχειρήσεις του πρώτου κλιμακίου που είχε στείλει ο Φίλιππος.

Η τεράστια περσική ήττα άνοιξε πολλές πύλες. Μια δύναμη υπό τον Παρμενίωνα εστάλη από Γρανικό προς Δασκύλιο και γενικά προς ανατολάς, για εκκαθάριση της ελλησποντινής Φρυγίας και της περιοχής μέχρι τη Βιθυνία.

Ο Κάλας, που μετά την αποχώρηση του Παρμενίωνα διοικούσε το προγεφύρωμα (με μέτρια αποτελέσματα) ανέλαβε άλλη δύναμη, που κινήθηκε ΝΔ καταλαμβάνοντας την περιοχή της Τρωάδας και του Αταρνέα και, σε συνεργασία με το στόλο, τις νήσους του ΒΑ Αιγαίου, που φρουρούν τον Ελλήσποντο.

Ο ίδιος ο Αλέξανδρος κινήθηκε ταχύτατα στις Σάρδεις, που παραδόθηκαν.

Στην κάθοδό του στην κυρίως Ιωνία και την Καρία, το μακεδονικό μηχανικό άνοιξε τις υπόλοιπες πόρτες.

Με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευκολία, τα κέντρα αντίστασης έπεσαν ή παραδόθηκαν. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν οι Σάρδεις, που πλέον διαθέτουν ισχυρότατη οχύρωση αλλά, μετά τον Γρανικό, ανεπαρκή φρουρά.

Ο Αλέξανδρος συνεχίζει τη θυελλώδη νότια πορεία του μέσα σε μια εκστρατευτική περίοδο. Περισσότερο με την πολιορκητική του και τη φήμη του ως ειρηνευτή της Ελλάδας (και ως καταστροφέα της Θήβας) έχει σταθεροποιηθεί επαρκώς στην παραλιακή λωρίδα, καταβάλλοντας την Μίλητο και την Αλικαρνασσό.

Τη δεύτερη υπερασπίζεται πλέον όχι μόνο η δύναμη που διέφυγε από άλλες πόλεις της Μ. Ασίας (Μίλητο, Έφεσο κ.λπ.) και η εκεί τοποθετημένη εκ προοιμίου, αλλά και οι δυνάμεις που έφερνε ως επιβάτες ο περσικός στόλος.

Από αυτό το σημείο κι έπειτα τα πράγματα σοβαρεύουν. Ενώ στέλνει, μετά την πτώση της Αλικαρνασσού, τους νιόπαντρους άντρες του πίσω, για διαχείμαση, το λοιπό σώμα παραμένει και κερδίζει μια εκστρατευτική περίοδο. Σε αυτήν την περίοδο θέλει να ξεκαθαρίσει το γεωστρατηγικό θέμα της κατοχής του υψιπέδου της Μ. Ασίας.

Ο ίδιος κινείται από Λυκία και Παμφυλία, για να κλειδώσει τη συνήθη είσοδο του περσικού στόλου στο Αιγαίο, ιδίως τώρα που η Αλικαρνασσός δεν είναι απόλυτα στην κατοχή του (έχουν απομείνει περσικές φρουρές σε δύο οχυρωμένα σημεία) και δεν διαθέτει στόλο εκστρατείας.

Ταυτόχρονα στέλνει στις Σάρδεις τις βαριές και τις συμμαχικές δυνάμεις από την οδό των Τράλεων, υπό τον Παρμενίωνα, χτυπώντας την κεντρική πύλη, ευθεία ανατολικά, στο μικρασιατικό υψίπεδο.

Έτσι κερδίζει χρόνο, εφαρμόζοντας την αρχή της προσπέλασης από διαφορετικούς άξονες ταυτόχρονα. Το έκανε μετά το Γρανικό και το κάνει και εδώ, καλύπτοντας πολύ χώρο σε σύντομο χρονικό διάστημα, αυξάνοντας την αβεβαιότητα του αντιπάλου και προσαρμόζοντας στο έδαφος τον τύπο των δυνάμεών του.

Οι δυνάμεις του αποσπάσματος αυτού είναι βασικά ανεπαρκείς για σοβαρές επιχειρήσεις και στέλνονται για να εκμεταλλευτούν το κενό ισχύος που προκάλεσε η Μάχη του Γρανικού και οι επιτυχείς καταστροφές των περσικών φρουρών στην ακτή.

Επιπλέον, με μεγάλο αριθμό ελληνικού πεζικού, ιππικού και πολιορκητικές μηχανές, όχι μόνο αποτελούν μια δυναμική απειλή για άμεση διείσδυση ανατολικά, αλλά και μια επαρκή εξασφάλιση της ακτής επί του σημαντικού κόμβου των Σάρδεων.

Ο επισιτισμός τους θα γινόταν επίσης εύκολα, από την πεδιάδα της Λυδίας.

Οι λοιπές δυνάμεις, με επικεφαλής τον ίδιο, αρχίζουν μια κεραυνοβόλα χειμερινή εκστρατεία, την εποχή που οι τυπικοί ελληνικοί στρατοί έσπευδαν οίκαδε. Αρχικά ο Αλέξανδρος περνά στη Λυκία, που πριν από λίγο είχε προσαρτηθεί στην Καρία.

Αφού καταλήφθηκαν τα τελευταία οχυρά της καθεαυτό Καρίας επί του άξονα προέλασης ανατολικά, ο Αλέξανδρος έκανε υγιεινό περίπατο στην Λυκία, που ήταν άδεια από περσικές φρουρές και κινούμενος κατά τον ανάρρου του Ξάνθου ποταμού κατέλαβε και την περιοχή της Μυλιάδας, που ήταν ορεινή και προσαρτημένη στην Καρία.

Επίσης, εκκαθάρισε την περιοχή της Φασίλιδος από Πισίδες που λυμαίνονταν τις στενωπούς και εισήλθε στην Παμφυλία από δύο δρομολόγια: ένα απόσπασμα κινήθηκε από τον μεσογειακό δρόμο, που περνούσε δυτικά του όρους Κλίμαξ και έφτανε στον μυχό του κόλπου της Παμφυλίας και την πόλη Πέργη που βρισκόταν εκεί (αυτό ήταν το δρομολόγιο που έκοβαν οι Πισίδες).

Η δεύτερη δύναμη κινήθηκε από το συντομότερο παραλιακό δρόμο, που ήταν εξαιρετικά δύσβατος και σχεδόν ημιβυθισμένος εκείνη την εποχή του έτους.

Ο Αλέξανδρος φυσικά οδηγούσε το δεύτερο απόσπασμα και η τύχη του γύρισε τους ανέμους από νότιους σε βόρειους όσο χρειαζόταν για να περάσει ο στρατός του, μαζί όμως με τις επιχειρήσεις του μηχανικού του που σταθεροποίησαν και διαπλάτυναν τις οδεύσεις ή άνοιγαν νέες.

Από την Πέργη, υπήρχε μεσημβρινός δρόμος για την καρδιά της Μ. Ασίας, αλλά ο Αλέξανδρος πρώτα κινήθηκε ανατολικά, μέχρι το κάθετο εμπόδιο του Ταύρου, που χώριζε Κιλικία και Παμφυλία, καταλαμβάνοντας όλες τις πόλεις και τις οχυρές θέσεις ανατολικά της Πέργης και δυτικά του Ταύρου. Κατόπιν υποχώρησε δυτικά, στην Πέργη, απ’ όπου κινήθηκε βόρεια.

Εγκατέλειπε τη νότια όδευση, διότι παραλιακά δεν μπορούσε να περάσει περσικός μείζων στρατός, με βαρείς σχηματισμούς και εφοδιοπομπές. Καθώς οι ναυτικές βάσεις (και οι ναυτικές μοίρες) της ΝΔ Μ. Ασίας είχαν περάσει στα χέρια του, εξαναγκάζοντας τους Πέρσες σε διάπλου Κιλικία-Αιγαίο, μπορούσε πλέον να κινηθεί για να εξασφαλίσει το κεντρικό υψίπεδο από νότια και απροσδόκητη κατεύθυνση, ενώ οι δυνάμεις από Σάρδεις θα καθήλωναν τους Πέρσες σε λάθος θέση αλλά και θα τους έδειχναν ότι οι επιχειρήσεις είχαν βασικά ανασταλεί από τον χειμώνα. Και ναι μεν δεν υπήρχαν πολλοί Πέρσες, αλλά αυτό δεν το ήξερε με βεβαιότητα ο Αλέξανδρος.

Και άλλωστε, υπήρχαν και οι τοπικοί πληθυσμοί, που ίσως ήθελαν να αντισταθούν και ήταν καλό να νομίζουν ότι η απειλή κοιμόταν στις Σάρδεις, και όταν θα ξυπνούσε, την άνοιξη, θα ακολουθούσε ανατολική πορεία…

Η περιοχή που εισήλθε ο Αλέξανδρος ήταν η Πισιδία, με οχυρά περάσματα, και βασικά ανυπότακτη. Αφού κατέλαβε με μεγαλύτερη ή μικρότερη δυσκολία δύο οχυρές περιοχές με τη βοήθεια μιας τρίτης που προσχώρησε εθελοντικά (οι επιθέσεις σε οχυρά ήταν δύσκολες, διότι το πολιορκητικό μηχανικό ήταν στις Σάρδεις), έφτασε στις Κελαινές, που τις υπεράσπιζε μικρή φρουρά, περί τους 1.000 άνδρες.

Αυτοί υποσχέθηκαν να παραδοθούν αν δεν έρχονταν ενισχύσεις από τον σατράπη της Μεγάλης Φρυγίας σε τακτό χρόνο.

Καθώς ήταν μισθοφόροι, ο Αλέξανδρος ενέδωσε και έτσι δεν χρειάστηκε να επιτεθεί χωρίς μηχανικό σε μια άριστα οχυρωμένη περιοχή. Μέσα στο χειμώνα ο σατράπης προφανώς δεν εκστράτευε, ιδίως αφού οι δυνάμεις του είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό στον Γρανικό. Από τις Κελαινές ο Αλέξανδρος κινήθηκε στο Γόρδιο, όπου και παραδόθηκε.

Τώρα έφραζε και τη βόρεια όδευση, έλεγχε την πρόσβαση στην Προποντίδα και ζήτησε από το σώμα του Παρμενίωνα να κινηθεί και να τον συναντήσει εκεί, αφού δεν υπήρχε πλέον λόγος να καθυστερεί στις Σάρδεις. Οι δύο οδοί είχαν αποκοπεί για τους Πέρσες, ενώ για να πέσουν οι Κελαινές δεν είχε απαιτηθεί η προσβολή από Δυσμών δια του Παρμενίωνα.

Τώρα ο Αλέξανδρος μπορούσε να χτυπήσει είτε από τη Βασιλική οδό προς Κιλικία, είτε από το Γόρδιο μέσω Καππαδοκίας και Αρμενίας, στο βόρειο δρόμο της Πτερίας. Είχε την κεντρική θέση. Ξεκουράστηκε στην περιοχή, αναμένοντας τις ενισχύσεις και την άνοιξη.

Επομένως, από τη στιγμή που εξασφαλίζονται οι επικίνδυνες βάσεις της ΝΔ Μ. Ασίας, ο Αλέξανδρος σπεύδει προς το κεντρικό υψίπεδο, διότι αντιλαμβάνεται την ανάγκη για επιπλέον άντρες σε εκείνον τον άξονα αν είναι να κινηθεί επιθετικά μέσα στο χειμώνα. Η δύναμη των Σάρδεων υπό τον Παρμενίωνα δεν αρκεί για σοβαρές χειμερινές επιχειρήσεις.

Εν πολλοίς αποτελείται από νότιους Έλληνες, γενικώς αμάθητους σε χειμερινό αγώνα λόγω της βασικά εποχιακής φύσης του οπλιτικού πολέμου, ακόμη και μετά την έλευση της μισθοφορίας (εξαιρέσεις πάντα υπήρχαν).

Τόσο οι τοπικές φρουρές όσο και η ανάγκη εκπόρθησης και μετά φρούρησης των Κελαινών απαιτούν όλη του τη δύναμη, που λόγω αδειούχων είναι ήδη απομειωμένη.

Ευτυχώς γνωρίζει ότι την άνοιξη οι αδειούχοι θα επιστρέψουν με ενισχύσεις. Αυτή η πολύτιμη ένεση στον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού έγινε επιτακτική όταν κατέστη σαφές ότι πολλές περιοχές απαιτούσαν φρουρές, αλλά και όταν η κατοχή της δυτικής Μ. Ασίας έφερε στα χέρια του Αλεξάνδρου τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές για να συντηρεί τον υπάρχοντα στρατό του και επιπλέον άνδρες.


Φτάνοντας στο κεντρικό υψίπεδο, ο Αλέξανδρος γνωρίζει ότι κατέχει κεντρική θέση, από την οποία μπορεί να απειλεί πιθανές περσικές κινήσεις από τη νότια διαδρομή (Κιλικία-παράλια), ενώ φράζει ο ίδιος την κεντρική και τη βόρεια (Αρμενία). Η θέση του είναι πιο σταθερή απ’ ό,τι θα ονειρευόταν οποιοσδήποτε στρατηγός που διεξήγε επιχειρήσεις τα τελευταία 150 χρόνια της εποχής του στη Μ. Ασία. Οι ελληνικές πόλεις ήταν ασφαλείς.

Έχοντας εξασφαλιστεί μέσα στο χειμώνα από πιθανή (ή απίθανη) άμεση και ταχεία περσική αντεπίθεση, ο Αλέξανδρος μπορεί να γίνει τολμηρός. Μέσες-άκρες έχει εξασφαλίσει την υποταγή Παφλαγονίας, Βιθυνίας και ίσως και μέρους της Καππαδοκίας και της Αρμενίας.

Η υποταγή αυτών των περιοχών δεν είναι πλήρης ούτε και εξασφαλισμένη. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Αλέξανδρος μετρά σωστά. Ξέρει ότι αν ο Δαρείος, με μαζικές δυνάμεις, εμφανιστεί στον Βορρά, οι υποταγμένοι θα αλλάξουν στρατόπεδο. Αλλά υπολογίζει ότι αυτό δεν θα γίνει. Πιστεύει ότι ο Δαρείος θα ακούσει τους έμπειρους μισθοφόρους που διαθέτει και θα προσπαθήσει να επαναλάβει την στρατηγική του Αρταξέρξη του Β΄ που νίκησε τον Αγησίλαο με έμμεση προσέγγιση: με ναυτικό και επιθέσεις στα μετόπισθεν, στην Ελλάδα.

Επομένως, οι Πέρσες και την επόμενη περίοδο θα διαθέτουν ισχυρότατο ναυτικό βραχίονα, ιδίως από τη Φοινίκη και την Κύπρο (η Αίγυπτος μόλις έχει υποταχθεί και είναι ίσως αναξιόπιστη). Αυτό, σε συνδυασμό με την κατοχή της Λυκίας από τις ελληνικές δυνάμεις, σημαίνει ότι ο περσικός στόλος χρειάζεται απαραιτήτως την Κιλικία.

Ούτως ή άλλως σπουδαία περιοχή στην πλεύση από Φοινίκη προς Αιγαίο, τώρα, με την απώλεια της Λυκίας και της Καρίας, καθίσταται ζωτική.  Εκεί λοιπόν που φαινόταν να κρατά αμυντική θέση στο μικρασιατικό υψίπεδο (κάτι λογικό το χειμώνα, αλλά όχι σε περίοδο ναυτικών επιχειρήσεων κατά την οποία θα αναλάβει δράση το περσικό ναυτικό) ο Αλέξανδρος ξαφνικά εισβάλλει στην Ανατολία.

Οι κινήσεις του στην περιοχή κατά την άνοιξη και τις αρχές του θέρους του 333 π.Χ. είναι άγνωστες.

Ο στρατός είχε συγκεντρωθεί και αναδιοργανωθεί, περιλαμβάνοντας τις ενισχύσεις που έφτασαν στο Γόρδιο. 

Διαπιστωμένα ο Αλέξανδρος κινήθηκε κατά μήκος της βόρειας διαδρομής, και κατέλαβε την Άγκυρα, και μετά τα Μάζακα.

Η Παφλαγονία υποτάχθηκε χωρίς να γνωρίσει την εισβολή στέλνοντάς του αντιπροσωπεία όσο αυτός ήταν στην Άγκυρα, ενώ η Καππαδοκία, τουλάχιστον εκείνο το τμήμα της που βρισκόταν εντός της καμπής του Άλυος, κατελήφθη διά προελάσεως και η Αρμενία πιθανώς συνθηκολόγησε.

Οι δύο τελευταίες θα αποτελέσουν ένα αγκάθι για τον Αλέξανδρο και θα αποσπαστούν από το έλεγχό του στην περίοδο της σύγκρουσης στην Ισσό, ενώ θα πολεμούν υπέρ του Δαρείου μέχρι και στη μάχη των Γαυγαμήλων.

Οι δυνάμεις τους δεν είχαν υποστεί φθορά στο Γρανικό, τουλάχιστον όχι άξια λόγου (είναι και συζητήσιμο το πόσες ήταν οι δυνάμεις που έστειλαν στον Γρανικό) και αφού δεν αντιστάθηκαν στον Αλέξανδρο, δεν καταστράφηκαν κατά την εισβολή του. Περίμεναν το σύνθημα του Δαρείου για να χτυπήσουν.

Και ο ίδιος ο Αλέξανδρος περίμενε. Δεν εισέβαλε στην Παφλαγονία, για να μην απομακρυνθεί έκκεντρα από τον βόρειο άξονα. Δεν ασχολήθηκε με τις πόλεις του Ευξείνου, παρά το ότι ήταν υποχρεωμένος, με βάση τις προβλέψεις της συμμαχίας. Στην κεντρική του θέση περίμενε δύο πράγματα: την πιθανή κίνηση του Δαρείου και την πορεία των επιχειρήσεων στο Αιγαίο.

Γνώριζε ότι οι τελευταίες είχαν σημασία μόνο όσο δεν εμφανιζόταν ο βασιλικός Περσικός Στρατός. Αν αυτό συνέβαινε, σε περίπτωση νίκης των Μακεδόνων το τι γινόταν στο Αιγαίο δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Το πρόβλημα θα υπήρχε αν, αντί για περσικό βασιλικό στρατό, εμφανίζονταν άλλες δυνάμεις και στρατηγοί που ήξεραν να διεξάγουν εδαφικό πόλεμο.

Ο ένας ήταν ο Μέμνων ο Ρόδιος, που πέθανε ή δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στο Αιγαίο, και οι διάδοχοί του δεν κατάφερναν σπουδαία πράγματα.

Ο άλλος, ο Χαρίδημος ο Αθηναίος, εκτελέστηκε από τον Δαρείο, επειδή πρότεινε ακριβώς αυτό, και επάνω στη ζέση του προσέβαλε μερικούς ευγενείς Πέρσες.

Από τη νιρβάνα του στην Ανατολία, μια εκδρομή με ολίγον από πόλεμο και ίσως χωρίς καθόλου μάχες, ξαφνικά ο Αλέξανδρος κινείται προς Κιλικία.

Δεν γνωρίζουμε τι τον ανάγκασε να κινηθεί με αυτόν τον τρόπο και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Κάποια είδηση περί Δαρείου, η γνώση ότι αυτός θα εκστρατεύσει εναντίον του αυτοπροσώπως ή κάποια είδηση από τον πόλεμο στο αιγαιακό μέτωπο; Δεν το γνωρίζουμε, και μάλλον δεν θα το μάθουμε.

Μία πιθανότητα είναι ασφαλώς να έμαθε ότι ο Δαρείος συγκεντρώνει το στρατό του στη Βαβυλώνα. Αυτό θα του έδειχνε με αρκετή σαφήνεια ότι η κίνηση του Πέρση βασιλιά θα ήταν κατά μήκος της Βασιλικής Οδού τουλάχιστον μέχρι τις δυτικές εξόδους της Κιλικίας, και όχι διά της οδού της Πτερίας, όπως θα μπορούσε, αν από τη Νινευί, επί της Β. Οδού, ακολουθούσε την παράκαμψη προς Τραπεζούντα.

Επειδή η κίνηση του Δαρείου από τη Βαβυλώνα θα μπορούσε να γίνει προς οποιαδήποτε από τις δύο κατευθύνσεις, είναι πιθανό ότι ο Αλέξανδρος δεν κινήθηκε ένεκα της συγκέντρωσης του Δαρείου στη Βαβυλώνα, η οποία άλλωστε πρέπει να είχε αρχίσει από μήνες και να ήταν πολύ γνωστή.

Αντίθετα, αν μάθαινε ότι ευρισκόμενος εν πορεία επί της Βασιλικής Οδού ο Δαρείος πέρασε τη Νινευί και συνέχισε δυτικά, επί της Β. Οδού προς Κιλικία, και όχι βόρεια προς Τραπεζούντα, τότε θα μπορούσε να καταλάβει τον άξονα και τις προθέσεις του αντιπάλου του και να επιχειρήσει να τον προλάβει.

Το ίδιο θα ήταν το συμπέρασμα αν μαθευόταν ότι ο Δαρείος κινούνταν κατά μήκος του Ευφράτη, στον άξονα που παλαιότερα ακολούθησε ο Κύρος ο Νεότερος το 401 π.Χ. και που ο Δαρείος έμελλε να αναμένει ότι θα ακολουθούσε, δύο έτη μετά, ο Αλέξανδρος.

Τώρα που ο Δαρείος διαπιστωμένα κινείται προς Κιλικία, ο Αλέξανδρος μπορεί να χρησιμοποιήσει την εγγύτητά του και ιδίως την εξαιρετική κινητικότητα του στρατού του, ώστε να τον προλάβει.

Ο αιφνιδιασμός είναι τόσο επιτυχημένος που προλαβαίνει να περάσει τις επικίνδυνες Κιλίκιες Πύλες, να καταλάβει διάφορες πόλεις και να αποτρέψει την πολιτική καταστροφής της κιλικιανής πεδιάδας που ήθελε να εφαρμόσει ο σατράπης της, κατά –καθυστερημένη– συγκατάνευση στα λεγόμενα του Μέμνονα.

Ο σατράπης, μαζί με τις περσικές τοπικές δυνάμεις, φεύγει, ύστερα από μικρή τοπική αντίσταση, για να συναντήσει το στρατό του Δαρείου εκτός Κιλικίας, στη Συρία.

Κατεβαίνοντας στην Κιλικία, ο Αλέξανδρος αφήνει ένα χαίνον πλευρό στο Βορρά, από τη μεριά της Αρμενίας. Δεν είναι πλέον στην κεντρική θέση που ήταν πιο πριν.

Τώρα κόβει τελείως τη νότια οδό, μπορεί να ελέγχει –κυρίως με φρουρές– την κεντρική, αλλά έχει εγκαταλείψει πλήρως τη βόρεια, διότι οι φρουρές (π.χ. Γορδίου και Αγκύρας) δεν επαρκούν για την επιτήρηση και ενεργή άμυνα επί αυτής.

Επαρκούν ίσα-ίσα για την κατοχή της κεντρικής διόδου. Αλλά ο Αλέξανδρος έχει μετρήσει σωστά. Αφού ο Δαρείος θα έχει μαζί του στόλο, δεν θα τολμήσει να ανέβει στην Αρμενία και να διαχωριστεί τόσο πολύ από αυτόν.

Αν ο Μ. Βασιλιάς θέλει να τηρήσει τις αρχές συνδυασμένων επιχειρήσεων, πρέπει να κινηθεί από την Κιλικία και τον παραλιακό δρόμο.

Ο Ξέρξης δεν το είχε κάνει αυτό, διότι όλη η Μικρά Ασία ήταν στην κατοχή του. Τώρα αυτό δεν ισχύει.

Και με την επίθεση στην Κιλικία, ο Αλέξανδρος στερεί από άλλη μια βάση τον περσικό στόλο, και από τις τοπικές μοίρες, αλλά και από μια σημαντική πηγή εφοδίων, την οποία προσπορίζεται αυτός.

Με τον Δαρείο εκτός θεάτρου επιχειρήσεων, είχε επαρκή χρόνο να καταλάβει την Κιλικία και να διαχωρίσει τον Περσικό Στρατό και Στόλο.

Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Δαρείος τον περιμένει στους Σώχους. Οι Σώχοι βρίσκονται στη Βασιλική Οδό, ακριβώς προ της Κιλικίας. Δεν τον περιμένει εκεί ο Δαρείος από πρόθεση, αλλά από ανάγκη. Ο Αλέξανδρος κατέχει τις Συριακές Πύλες της Κιλικίας διά του Παρμενίωνα, και ο Δαρείος δεν διανοείται να εκβιάσει το πέρασμα.

Η κίνηση του Αλέξανδρου ανατρέπει τα περσικά σχέδια. Η βίαιη είσοδος στην Κιλικία είναι αυτοκτονική, καθώς ο Δαρείος δεν έχει διάθεση να ζήσει ένα ριπλέι Θερμοπυλών σε περσικό έδαφος.

Η παραμονή εκτός αυτής είναι καταστροφική. Ο περσικός στόλος δεν μπορεί να ενωθεί με το στρατό. Μπορεί να ναυλοχεί στη Φοινίκη, την Κύπρο ή το Αιγαίο, αλλά όχι κοντά στον στρατό, ούτε στις μικρασιατικές ακτές μεταξύ των περιοχών που αναφέρθηκαν.

Ο Δαρείος έχει αφήσει το ταμείο εκστρατείας και πολλά άλλα πράγματα στη Δαμασκό, είτε στέλνοντάς τα από τους Σώχους, είτε προτού καν φτάσει εκεί από τις Κάρρες, ενώ εκείνος προήλαυνε προς Σώχους.

Αυτό θα γινόταν αν, κινούμενος μετά τη Νινευί, μάθαινε ότι ο Αλέξανδρος εισέβαλε στην Κιλικία. Τότε, για να κινηθεί ταχέως, ώστε να προλάβει να εισέλθει και αυτός στην Κιλικία προτού κλείσουν οι Συριακές Πύλες, προφανώς θα απέσπασε το Ταμείο και τους βαρείς σχηματισμούς (π.χ. τις οικογένειες των Περσών ευγενών) προς Δαμασκό από τη διασταύρωση στις Κάρρες, προκειμένου εκείνος να κινηθεί ταχύτερα.

Αν φιλοδοξούσε να εισέλθει και αυτός στην Κιλικία, ή του αρκούσε το να σφραγίσει τις Κιλίκιες Πύλες ώστε να κρατήσει τον Αλέξανδρο έξω, δεν το γνωρίζουμε.

Το λογικό είναι το πρώτο. Μάλλον δεν θα φοβόταν την έξοδο του Αλεξάνδρου σε ανοιχτό πεδίο. Άλλωστε, αργότερα προσπάθησε να τον προκαλέσει να εξέλθει ανεμπόδιστα από τις Κιλίκιες Πύλες στους Σώχους για να αναμετρηθούν.

Αλλά ο Αλέξανδρος δεν το έπραττε. Υπό το πρόσχημα της ασθένειας, ασφάλιζε την Κιλικία και τα μετόπισθέν του και περίμενε.

Ήξερε ότι η παραμονή στους Σώχους κόστιζε στο περσικό θησαυροφυλάκιο, ότι ο εφοδιασμός για το στρατόπεδο ήταν πολυέξοδος και θα γινόταν δυσχερής, ενώ το ίδιο ίσχυε και για τους σχηματισμούς της Δαμασκού.

Αν η εποχή προχωρούσε κι άλλο, ο καιρός θα γινόταν ακατάλληλος για ναυτικές επιχειρήσεις και ο περσικός στόλος θα διαχείμαζε, κάτι που ο Δαρείος δεν ήθελε.

Ο Αλέξανδρος, με όλη τη Μ. Ασία κατειλημμένη, μπορούσε να μείνει επ’ άπειρο στην Κιλικία. Είχε πρακτικά αποσπάσει τη Μ. Ασία από την Περσία. Τα έσοδά της θα τον υποστήριζαν και ίσως να άλλαζαν και τη ναυτική ισορροπία.

Ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να κρατήσει τον περσικό στρατό επιστρατευμένο επ’ άπειρο. Και μόλις τον απέσυρε, ο Αλέξανδρος μπορεί να χτυπούσε οπουδήποτε. Να σταθεροποιηθεί στην Αρμενία, να προσβάλλει από εκεί τη Μηδία, να προσβάλλει τη Συρία και να χτυπήσει στη Μεσοποταμία (πιθανότατα) ή στη Φοινίκη κ.λπ., ενώ ο Περσικός Στρατός είχε διαλυθεί και ο στόλος ήταν ανενεργός.

Αυτή η πρακτική κόστισε στον Κροίσο την ήττα από τον Κύρο παλαιότερα, ενώ οδήγησε στην καταστροφή τον Ξέρξη το 480 π.Χ. στη Σαλαμίνα και τον Ρωμανό Διογένη το 1.097 μ.Χ. στο Ματζικέρτ στην προσπάθειά τους ακριβώς να την αποφύγουν. Ο Δαρείος χρειαζόταν αποτέλεσμα μέσα στην εκστρατευτική περίοδο. Ο Αλέξανδρος, όχι.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η θέση του Αλεξάνδρου ήταν ασφαλής. Αν ο Δαρείος αποφάσιζε να κινηθεί από Αρμενία, μπορούσε να υπερκεραστεί σε στρατηγικό επίπεδο και να βρεθεί μεταξύ περσικού στρατού και στόλου.

Ο περσικός στρατός θα μπορούσε να πιέζει από βορρά, από τις Κιλίκιες Πύλες, και ο στόλος να απειλεί με αποβάσεις όλη την κιλικιανή ακτή ή να πλεύσει κατευθείαν στο Αιγαίο, ενώ ο περσικός στρατός δεν θα πίεζε, αλλά απλά θα σφράγιζε τις εξόδους της Κιλικίας, κρατώντας τον Αλέξανδρο εκτός του θεάτρου όπου θα ενέπιπτε η περσική στρατηγική αντεπίθεση.

Αυτό φυσικά στην περίπτωση που ο Δαρείος κατάφερνε να περάσει το εμπόδιο του Αντιόχου και να φτάσει στην ακτή. Τότε, με τον περσικό στρατό στη δυτική Μ. Ασία και τον στόλο στο Αιγαίο, στις ήδη υπάρχουσες βάσεις (μετά από δύσκολη και παρατεταμένη πλεύση, είναι η αλήθεια) ο Δαρείος μπορούσε να χτυπήσει οπουδήποτε σε Μακεδονία και νότια Ελλάδα, όπως και ο Ξέρξης.

Οι δυνάμεις του ήταν μικρότερες, αλλά είχε τους περισσότερους Έλληνες με το μέρος του. Θα μπορούσε η κατάσταση να μετατραπεί σε εφιάλτη.

Καθώς όμως μια τέτοια κατάσταση θα άφηνε εκτεθειμένες περσικές βασικές θέσεις ΔΜ, όπως η Δαμασκός, σε πιθανές προσβολές από την Κιλικία, ο Δαρείος σκέφτηκε ότι δεν ήθελε τέτοια μεγαλεπήβολα ρίσκα.

Για να αλλάξει άξονα εισβολής, έπρεπε από τους Σώχους να υποχωρήσει στη Νινευί, να κινηθεί βόρεια και να εισέλθει στην οδό της Πτερίας.

Αυτό προϋπέθετε πολύ χρόνο. Τους βαρείς σχηματισμούς τι θα τους έκανε; Θα τους άφηνε στη Δαμασκό, έρμαιο στα χέρια του Αλέξανδρου, αν αυτός προέβαλε από τις Συριακές Πύλες;

Ή θα τους έπαιρνε μαζί του, καθυστερώντας ακόμη περισσότερο τον ήδη δυσκίνητο στρατό του; Αλλά και αν ακόμη με ένα μέρος σφράγιζε τις Συριακές πύλες (που όμως ήταν στην κατοχή του Αλέξανδρου), μέχρι να ολοκληρώσει τον κυκλοτερή ελιγμό, ο Αλέξανδρος, πολύ ταχύτερος καί ευρισκόμενος σε κεντρική θέση θα μπορούσε να κινηθεί προς ανάσχεση και να βρεθεί πάλι μπροστά του.

Στην παρτίδα σκάκι, ο μακεδονικός ίππος κέρδιζε τον περσικό πύργο. Μπορούσε ο Δαρείος, αν είχε επιλέξει από την αρχή κάτι τέτοιο, να σφραγίσει με δυνάμεις και τις τρεις εξόδους της Κιλικίας ώστε να εξασφαλιστεί.

Θα είχε στείλει μια δύναμη ανάσχεσης από τη Βασιλική Οδό, η οποία θα εγκαθίστατο στις Συριακές και τις Αμανικές Πύλες, και μια άλλη από βορειότερα, να καταλάβει τα Μάζακα και να σφραγίσει τις Κιλίκιες Πύλες, κρατώντας τον Αλέξανδρο απομονωμένο μέσα στην Κιλικία. Αλλά τώρα, που είχε ήδη επιλέξει την παραλιακή οδό παραμένοντας έξω από τις Συριακές πύλες, με εφοδιαστικό κέντρο τη Δαμασκό και το ναυτικό του κοντά, δεν είχε το χρόνο στην εκστρατευτική περίοδο να αλλάξει τελείως άξονα επιχειρήσεων και βάση.

Και οι χειμερινές επιχειρήσεις σήμαιναν ότι θα στερούνταν το στόλο του και ότι ο Αλέξανδρος μπορούσε να κάνει μερικούς ακόμη ενοχλητικούς αιφνιδιασμούς.

Αφού, στηριζόμενος μάταια στην ορμητικότητα του Αλεξάνδρου, τον περίμενε να προβάλλει στη Συρία, κατάλαβε ότι το παιχνίδι της αναμονής έβλαπτε εκείνον περισσότερο απ’ όσο τον Αλέξανδρο.

Όσο και αν Μακεδόνες φυγάδες τού έλεγαν ότι ο Αλέξανδρος θα έσπευδε προς συνάντησή του, ο Δαρείος καταλάβαινε ότι ο Μακεδόνας καλλιεργούσε μια φήμη ορμητικότητας (την οποία ήθελε να διαφυλάξει, και γι’ αυτό εφευρέθηκε η ιστορία της ασθένειας, ώστε η αναμονή να μη μειώσει τη μαχητικότητα και το ηθικό του στρατού).

Και αυτό που φοβόταν ο Δαρείος, που βασικά ήταν καλός στρατηγός, δεν ήταν τόσο το ότι ο Αλέξανδρος δεν θα έσπευδε να τον αντιμετωπίσει, αλλά το ότι θα το έπραττε τη στιγμή που θα επέλεγε εκείνος.

Οι Μακεδόνες εξωμότες έλεγαν τη μισή αλήθεια. Ο βασιλιάς τους θα επιτίθετο στους Πέρσες ορμητικότατα, αλλά όταν εκείνος έκρινε ότι ήταν ώρα, και όχι όταν το επιθυμούσαν οι Πέρσες.

Αυτές κι άλλες σκέψεις οδήγησαν τον Δαρείο στον ελιγμό μέσω των Αμανικών Πυλών (βλ. Π&Ι, τ. 77 και 79) για ανακατάληψη της Κιλικίας και επαφή με το στόλο.

Η προοπτικές του διανοίγονταν λαμπρές για μια ταχεία προέλαση επί της Βασιλικής Οδού και ανακατάληψη της Μ. Ασίας, με ταυτόχρονη αποκοπή των συγκοινωνιών του Αλεξάνδρου. Αλλά όλα αυτά διαλύθηκαν στο πεδίο της Ισσού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου