Η Αμερικανική οικονομία, για δεκαετίες ήταν το απόλυτο σημείο αναφοράς της παγκόσμιας ισχύος, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιστορική πρόκληση: το δημόσιο χρέος της αναμένεται να ξεπεράσει, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μέσα στα επόμενα χρόνια, εκείνο της Ιταλίας και της Ελλάδας – δύο χωρών που άλλοτε αποτελούσαν τα κλασικά παραδείγματα δημοσιονομικής αστάθειας.

Η προειδοποίηση προέρχεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, του οποίου η τελευταία έκθεση αποτυπώνει με ανησυχητική σαφήνεια την επιδείνωση των αμερικανικών δημόσιων οικονομικών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται η Financial Times, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ προβλέπεται να αυξηθεί κατά περισσότερες από 20 ποσοστιαίες μονάδες έως το τέλος της δεκαετίας, αγγίζοντας το 143,4% του ΑΕΠ — ποσοστό που ξεπερνά ακόμη και τα υψηλά της πανδημίας.

Το ΔΝΤ εκτιμά, επιπλέον, ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα παραμείνει σταθερά πάνω από το 7% του ΑΕΠ έως το 2030, το υψηλότερο μεταξύ όλων των ανεπτυγμένων οικονομιών. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ φαίνεται να διολισθαίνουν σε μια εποχή μόνιμων ελλειμμάτων — με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος δανεισμού και τη σταθερότητα του δολαρίου.

Ρωγμές στο δολάριο

Το δολάριο παραμένει το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα – ένα προνόμιο που προσφέρει στις ΗΠΑ ασυνήθιστα μεγάλη αντοχή στο χρέος. Όμως, όπως παρατηρεί ο James Knightley της ING, αυτό το πλεονέκτημα δεν είναι ανεξάντλητο. «Πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί και επενδυτές θεωρούν την Ευρώπη στάσιμη και αδύναμη. Ωστόσο, με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση αλλάζει», σημειώνει.

Πράγματι, το αμερικανικό έλλειμμα διευρύνθηκε δραματικά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα κατά τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, παρά τα ιστορικά χαμηλά ποσοστά ανεργίας. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι ούτε η Κυβέρνηση Τραμπ έχει λάβει ουσιαστικά μέτρα για τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής κατάστασης.

Από την πλευρά του, ο Joe Lavorgna, οικονομικός σύμβουλος του Υπουργού Οικονομικών Scott Bessent, υποστηρίζει ότι η νέα διοίκηση έχει σημειώσει πρόοδο μειώνοντας δαπάνες και αυξάνοντας τα έσοδα μέσω δασμών. «Η μεγαλύτερη βελτίωση στο φετινό έλλειμμα σημειώθηκε από τον Απρίλιο και μετά», ανέφερε.

Το πολιτικό αδιέξοδο και η αδυναμία λήψης δύσκολων αποφάσεων

Πέρα όμως από τα νούμερα, το βαθύτερο πρόβλημα είναι πολιτικό. Όπως εξηγεί ο Joe Gagnon του Peterson Institute, το κομματικό αδιέξοδο στην Ουάσιγκτον καθιστά σχεδόν αδύνατη κάθε σοβαρή προσπάθεια περιορισμού του ελλείμματος.

«Οι Δημοκρατικοί δεν θέλουν να μειώσουν δαπάνες, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θέλουν να αυξήσουν φόρους. Και οι δύο φοβούνται να χάσουν τις θέσεις τους. Δεν βλέπω πότε θα αλλάξει αυτή η νοοτροπία», τονίζει χαρακτηριστικά.

Ο Maury Obstfeld, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ και Καθηγητής στο Berkeley, προειδοποιεί ότι η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του αμερικανικού χρέους στηρίζεται σε «ευσεβείς πόθους» — είτε για αύξηση της παραγωγικότητας, είτε για θετικές δημογραφικές εξελίξεις, είτε για διαρκώς χαμηλά επιτόκια. «Καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν είναι δεδομένη», επισημαίνει.

Η υπερδύναμη σε σταυροδρόμι

Το συμπέρασμα είναι σαφές: οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται μπροστά σε μια περίοδο όπου το δημοσιονομικό τους πλεονέκτημα — και η εμπιστοσύνη των αγορών στο δολάριο — δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται αυτονόητα. Την ώρα που η Ευρώπη επιβάλλει πειθαρχία μετά από μια δεκαετία κρίσης, η Ουάσιγκτον μοιάζει να παρασύρεται από τη δική της ευκολία δανεισμού.

Το ερώτημα είναι αν η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα μπορέσει να ανακτήσει τον έλεγχο, προτού το βάρος του χρέους αρχίσει να πλήττει όχι μόνο τους αριθμούς, αλλά και την ίδια την αξιοπιστία της.

Μ. Παπανίδης

Πηγή: Financial Times